οίχομαι

οίχομαι
οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α)
1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.
β. «οἴχηται φεύγων» — έφυγε και χάθηκε
γ. «ὤχετ' εὐθὺς ἀπιών» — έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας
δ. «ἐκπέφευγ', οἴχεται φροῡδος» — έγινε άφαντος, εξαφανίστηκε, Αριστοφ.)
2. αναχωρώ για κάπου, απέρχομαι, αποχωρώ
3. καταστρέφομαι, αφανίζομαι (α. «ἡνίκ' ἢ σεσώσμεθα κείνου βίον σώσαντος, ἢ οἰχόμεοθ' ἅμα», Σοφ.
β. «σχετλία τάδε πάσχομεν ἄλγη, οἰχομένας πόλεως», Ευρ.)
4. ορμώ, σπεύδω με ταχύτητα («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῑο», Ομ. Ιλ.)
5. παρέρχομαι, περνώ («δίψης οἰχομένης», Γαλ.)
6. δεν υπάρχω («αἰτία οἴχεται», Γαλ.)
7. (ευφημιστικά) έχω πεθάνει («ψυχὴ κατὰ χθονὸς ᾤχετο», Ομ. Ιλ.)
8. (ο ενεστ. οἴχομαι και ο πρτ. ᾠχόμην σχν. με σημ. παρακμ. και υπερσ., αντίστοιχα) έχω αναχωρήσει, ἔγινα ἀφαντος
9. (ο ενεργ. τ. τού παρακμ. ᾤχωκα ή οἴχωκα) χάθηκα, καταστράφηκα, είμαι χαμένος
10. (η μτχ. αρσ. τού ενεστ.) οἰχόμενος
α) (στον Ομ.) αυτός που βρίσκεται μακριά, απών
β) πεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. οἴχομαι συνδέεται με αρμ. ēj «κατέρχομαι», ijavor «φιλοξενών, φιλοξενούμενος», λιθουαν. eiga «πορεία, βάδισμα», ενώ ο ενεστ. οἰχνέω συνδέεται με αρμ. iĵanem. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το ρ. οἴχομαι ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *ei- τού ρήματος εἶμι «πηγαίνω», με επίθημα δασύ ουρανικό σύμφωνο -χ- (πρβλ. τρύ-χ-ω, νή-χ-ω), δηλωτικό τού ποιού ενέργειας τού ρήματος. Ο ενεστ., εξάλλου, οἰχνέω έχει σχηματιστεί από το θέμα οἰχ- τού οἴχομαι με ριζική επαύξηση *-neu- (πρβλ. ὑπίσχομαι: ὑπισχνέομαι, κίω: κινέω). Η σύνδεση, τέλος, τών τύπων με τη λ. ἴχνος θεωρείται εξίσου αβέβαιη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἴχομαι — go pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰχησομένων — οἴχομαι go fut part mid fem gen pl οἴχομαι go fut part mid masc/neut gen pl οἴχομαι go fut part mp fem gen pl οἴχομαι go fut part mp masc/neut gen pl οἰχέομαι fut part mp fem gen pl οἰχέομαι fut part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴχεσθον — οἴχομαι go pres imperat mp 2nd dual οἴχομαι go pres ind mp 3rd dual οἴχομαι go pres ind mp 2nd dual οἴχομαι go imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴχεσθε — οἴχομαι go pres imperat mp 2nd pl οἴχομαι go pres ind mp 2nd pl οἴχομαι go imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤχητο — οἴχομαι go plup ind mp 3rd sg οἴχομαι go plup ind mp 3rd sg (ionic) οἴχομαι go plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) οἰχέομαι plup ind mp 3rd sg οἰχέομαι plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰχησομένην — οἴχομαι go fut part mid fem acc sg (attic epic ionic) οἴχομαι go fut part mp fem acc sg (attic epic ionic) οἰχέομαι fut part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰχησομένης — οἴχομαι go fut part mid fem gen sg (attic epic ionic) οἴχομαι go fut part mp fem gen sg (attic epic ionic) οἰχέομαι fut part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰχησομένου — οἴχομαι go fut part mid masc/neut gen sg οἴχομαι go fut part mp masc/neut gen sg οἰχέομαι fut part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰχησόμεθα — οἴχομαι go fut ind mid 1st pl οἴχομαι go fut ind mp 1st pl οἰχέομαι aor subj mp 1st pl (epic) οἰχέομαι fut ind mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰχησόμενος — οἴχομαι go fut part mid masc nom sg οἴχομαι go fut part mp masc nom sg οἰχέομαι fut part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”